- ξεγνέθω
- μετ.1) кончать прясть; 2) распускать сотканное; 3) перен. изменять судьбу, участь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεγνέθω — και ξενέθω ξέγνεσα, παύω να γνέθω, τελειώνω το γνέσιμο, το κλώσιμο: Πάρε σταμνί και κάτσε, να γνέσω να ξεγνέσω (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεγνέθω — και ξενέθω 1. σταματώ το γνέ σιμο, παύω να κλώθω («ήρθες ύπνε... πάρε σκαμνί και κάτσε, να γνέσω, να ξεγνέσω», δημ. τραγούδι) 2. χαλώ το γνέσιμο 3. μτφ. (για τις Μοίρες) μεταβάλλω το πεπρωμένο, αλλάζω την ειμαρμένη … Dictionary of Greek